- περιφίμωσις
- περιφῑμ-ωσις, εως, ἡ,A disorder of the penis in which the prepuce cannot be drawn forward, Antyll. ap.Orib.50.5.2, Paul.Aeg.6.55 : παραφ- is f.l. in Gal.19.445.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφίμωσις — disorder of the penis in which the prepuce cannot be drawn forward fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφίμωση — η / περιφίμωσις, ώσεως, ΝΑ [περιφιμώ] πλημμελής κατασκευή τής πόσθης έτσι που να μη μπορεί να τραβηχθεί προς τα πίσω για να αφήνει ελεύθερη τη βάλανο τού πέους … Dictionary of Greek